ΙГанс Андерсен
Εκάστη εποχή έχει τα ιδιάζοντα εις αυτήν Πρόσωπα και πας σταθμός του εις το Άπειρον αεί κυλιομένου χρόνου, είναι πίναξ Κέβητος παρουσιάζων εις το περιεχόμενόν του το μυστικόν άφωνον πρόβλημα, το συγκεντρωτικόν σημείον του εξελισσομένου πολιτισμού, την χαρακτηριστικήν μορφήν του, τους ανθρώπους του, οίτινες εκυλίσθησαν εις την κονίστραν των αγώνων του. Έχει η εποχή τους ανθρώπους της· αλλά μεταξύ αυτών υπάρχει η γενικωτέρα Μορφή, ο γενικώτερος παρατηρητής, ο διερμηνεύς και της εποχής του και της ανθρωπίνης φύσεως, ο κληροδότης της προόδου του Παρελθόντος εις το Μέλλον. Ποιηταί, φιλόσοφοι, ιστορικοί, φυσιοδίφαι, οι των μεγάλων ανακαλύψεων εργάται είναι οι σκαπανείς της Προόδου, οι φωστήρες της ανθρωπότητος, τα Lumina Mundi, τα καταυγάζοντα και κληροδοτούντα τον Πολιτισμόν εις τας γενεάς. Παρά την έρευναν της Επιστήμης της Τέχνης, της Φύσεως βαδίζει ο Υμνωδός των φαινομένων αυτών. Οι σταδιοδρόμοι των Επιστημών ευρύνουσι τας ατραπούς αυτών και οι χείμαρροι της Χρησιμότητος και του φωτός της Αληθείας καθοδηγούσι τον άνθρωπον εις το ωφέλιμον και το καλόν· η καλλιέργεια των τεχνών προάγει τον άνθρωπον εις την ευημερίαν του, αι ανακαλύψεις αποκαλύπτουσι προς ωφέλειαν και τέρψιν του τα τας δυνάμεις της Φύσεως ερμηνεύοντα μυστήρια· και παρά ταύτα συμβαδίζει ο Υμνωδός ο αποθανατίζων την πρόοδον και την δράσιν.
Εν τη ποικιλία των διαθέσεων εν τη ρεούση και μεταβαλλομένη της Ανθρωπότητος Μορφή, ήτις εν τω κατόπτρω του σταθμεύοντος βίου της παρουσιάζεται με το εκάστοτε νεώτερον πνεύμα, υπάρχει πάντοτε η διαδοχή των ομοίων Μορφών η μυστικώς συνεχιζομένη δι’ εσωτερικής κληρονομίας της ανθρωπίνης φύσεως.
Ίσως τοιαύτη ομοιότης γεννά τον πόθον να ερμηνεύσωμεν προγενεστέρας μεγάλας Μορφάς και διαρκώς ο Ωκεανός του χρόνου φαίνεται, ότι φιλοτιμείται διά των ανθρωπίνων κυμάτων να φέρη εκ των σπλάγχνων του εις την επιφάνειαν και να επιδεικνύη εκάστοτε φιλοδόξως, τι έχει κατοποντίσει, τας μεγάλας αυτάς Μορφάς, αι οποίαι επιφαίνονται ωσεί να κατοπτεύσουν υπερήφανοι το πνεύμα της νέας εποχής, ης προϋπήρξαν οι Πρόδρομοι.
Παρουσιάζοντες ταύτας παρουσιάζομεν ασυναισθήτως εν ταυτώ ενίοτε τας κλίσεις, τα αισθήματα τον ατομικόν χαρακτήρα, τα οποία μυστικά μας συνδέουν με ό,τι θέλομεν να παρουσιάσωμεν και η διάνοιά μας εντεινομένη προς τα εκεί, ρίπτει το ακτινοβλόιον της διά να προσλάβη έντονον φως εκ της φαεινής θαυμαζομένης εικόνος και ό,τι εκείνη είπε, είναι το με ημάς στενώς συνδεδεμένον εν εκείνω Τέλειον.
Μεταφράζομεν εκ των ξένων γλωσσών και μεταφέρομεν εκ των αρχαίων κλασσικών εις τας νέας «Μετάφρασις! . . .». Αλλ’ η μετάφρασις ούτε εύκολος ούτε δυνατή είναι πάντοτε. Έχει ο μεταφράζων να παλαίση προς τόσα! Έχει να άρη την γριφώδη σκηνήν την περικαλύπτουσαν τα κρυσταλλοπαγή ανάκτορα της αρχαίας γλώσσης, και μάτην πολλάκις κρούομεν τας Χαλκάς της Αρχαιότητος Πύλας! Δεν δυνάμεθα να θερμάνωμεν την παγωμένην Μορφήν της διά να προβάλη σαφές το Παρελθόν εις το Παρόν και το Μέλλον!
Μένει απαθής· όπως ο μαρμάρινος των Μουσείων και Μνημείων κόσμος με τας διαφόρους φυσιογνωμίας και καλλιτεχνικάς μορφάς του παρουσιάζει εις ημάς την ιστορίαν παρελθούσης εποχής, αλλά μένει πολλάκις απαθής θεατής της ερεύνης ημών με τας μαρμαρωμένας εκφράσεις και συγκινήσεις, ζηλοτύπως πολλάκις υπό το άφωνον μειδίαμα των Μορφών εγκλείων εντός του αρχαιοπινούς λίθου το μυστήριον του Παρελθόντος! ο οποίος εντούτοις και πόσα δεν λέγει εις την νέαν εποχήν και την έρευναν.
Έχει ο μεταφράζων να παλαίση με το γλωσσικόν της ξένης γλώσσης αίσθημα, με τας μεστάς και βαθείας του συγγραφέως εννοίας, με ποικίλας εκ των πραγμάτων δυσκολίας, όπερ απαιτεί άλλας ιδιαιτέρας μελέτας και με την ατομικήν δύναμιν και ικανότητα, διά των οποίων θ’ αποτυπώση το κάλλος του πρωτοτύπου εις την ψυχήν του, θα το αισθανθή και θα το αναπαραστήση ως να εξεπήγασεν εκ της ιδίας ψυχής. Τιθέμενος υπό την σκιάν της δόξης, δια να μεταχειρισθώ φράσιν του Edmond Rostan, μεγάλου ονόματος οιουδήποτε είδους, πρέπει να πληρωθή εκ του αυτού μεγαλείου και της αυτής δυνάμεως της παραστάσεως των πραγμάτων· και επειδή ο μεταφράζων συλλαβίζει σχεδόν ειπείν τας εννοίας και ιδέας του πρωτοτύπου, συναισθάνεται διαρκέστερον και βαθύτερον το κάλλος των, ταυτίζει εν τη ψυχή του με ό,τι αυτός όμοιον αισθάνεται και προσπαθεί, ως όντως να εκπηγάζη εκ της ιδίας ψυχής, να το αποδώση με την αυτήν γοητείαν και μαγικήν αφέλειαν, προσπαθεί να εμπλέξη με τα αυτά μαγικά της διηγήσεως δίκτυα διά να σαγηνεύση όχι μόνον ευσυνειδήτως παρουσιάζων το προτιθέμενον, αλλά και ως καλλιτέχνης αποδίδων την χάριν και το κάλλος του πρωτοτύπου, ώστε να αισθάνηται ο αναγινώσκων ό,τι εκ του πρωτοτύπου θα ησθάνετο.
Και τι δεν έχει να αποδώση ο ποιητήν μεταφράζων;
Ο ποιητής διά των ασμάτων του, της διηγήσεώς του, παρουσιάζει εις την ορχήστραν του κοινού, τα αισθήματα, τας κλίσεις του, τον εσωτερικόν της διανοίας και της καρδίας του κόσμον. Εις την ορχήστραν και την συγχορδίαν! χορδαί θα κινηθώσι, ορχήσεις θα εξεγερθώσι· χορδαί τόσων και ποικίλων αισθημάτων, ορχήσεις τόσων και ποικίλων συγκινήσεων. Ό,τι αυτός ησθάνθη, δεν έχει τον εγωισμόν να το κρατήση διά τον εαυτόν του· αλλά θα έλεγε κανείς εγωϊσμόν το να θέλη τα αυτά αισθήματα να αισθανθή και ο άλλος ; Ό,τι αυτός ησθάνθη του παρέσχε τέρψιν εν τη εξεγέρσει του αναλόγου αισθήματος είτε τούτο είνε χαρά, είτε λύπη, είτε μελαγχολία, είτε σκληρότης και απογοήτευσις, είτε και αυτή η φρίκη και αποτροπίασις. Η κάθε εντύπωσίς του τον πολιορκεί στενώς και τον ωθεί εις εκδήλωσιν. Η Φύσις με τας ποικίλας εικόνας της, ο βίος με όλας τας λεπτομερείας του, ο εαυτός του με τα αισθήματά του και τας περιπετείας του, οι άλλοι με τα αισθήματά των και τας ποικίλας σχέσεις των, αι μελέται του με τας εντυπώσεις των. Και τι δεν είναι δι’ αυτόν ασυναίσθητος πηγή μελέτης, παρατήρησις, κινητήριος εκδηλωτική δύναμις; Το βλέμμα του, η ψυχή του έχει ερωτηματικόν, το οποίον προσπαθεί να ικανοποιήση, το παν έχει δι’ αυτόν ερωτηματικόν, το οποίον προσπαθεί να λύση.
Η προθυμία της εκφράσεως και εκδηλώσεώς του φύσει τέρπει τον άνθρωπον· μετά χαράς τον ακούει και αναγινώσκει την αυθόρμητον των αισθημάτων και εντυπώσεων του μαγικήν ευγλωττίαν. Μήπως αυτό το ερωτηματικόν το μέγα και το εν τη φύσει και βίω, και το εν τη καρδία δεν υπάρχει εις όλους, δεν το αισθάνονται όλοι ; Ο διηγηματογράφος, ο ποιητής ερμηνεύει και ικανοποιεί το εν μικρά και ασαφεί δόσει ερωτηματικόν της ανθρωπίνης περιεργείας και ερμηνείας της, η οποία πολλάκις εις πολλούς φθάνει μέχρι της εκφράσεως ενός θαυμασμού και ο θαυμασμός είναι ο πρώτος βαθμός και η εισαγωγή του πόθου της εκφράσεως. Ο ποιητής, ο διηγηματογράφος, ο μυθιστοριογράφος τέρπει, διότι αυθορμήτως εξεγείρει αισθήματα, που ποθεί ο άνθρωπος να εξεγερθώσιν εν αυτώ μετά περιεργείας, να αισθανθή τα διά τα αλλότρια έστω πάθη αισθήματα της χαράς, της λύπης, της μελαγχολίας, του ενθουσιασμού, του θαυμασμού· ποθεί να του ερμηνευθή το κεκινημένον και αχαλίνωτον, το θερμόν και περιπαθές, το αλλόκοτον και μυστηριώδες, ως και το χρήσιμον και τερπνόν, το αστείον και κωμικόν.
Ζωή είναι η κίνησις και εις αυτά όλα γίνεται κίνησις εν τη ψυχή εν κεκινημένη ορμή. Ο εργάτης εργάζεται το μονότονον τεχνικόν έργον του, του επιστήμονος η διάνοια ευρίσκεται εις αδιαλείπτως εναλλασσομένας παραστάσεις, ο έμπορος και ο βιομήχανος απασχολείται με τους αριθμούς του κέρδους, η γυνή εις τον κύκλον της· αλλά εις τον διάφορον ορίζοντα, εν τω οποίω έκαστος ζη και κινείται έχει τα όμοια και συγγενή αισθήματα, τα οποία το αυτό περιβάλλον και η ανθρωπίνη φύσις γεννά ευθύς ως οι οφθαλμοί εξέλθουν του ορίζοντος της εργασίας. Τότε αρχίζει η της αφέτου διανοίας και της απολύτου καρδίας εργασία, ο πόθος της γνώσεως και ο πόθος του αισθήματος. Ο ποιητής, ο διηγηματογράφος εξεγείρει και ικανοποιεί αμφότερα, γίνεται ο προσφιλής και τερπνός σύντροφος εκφραζόμενος, ερμηνεύων.
Οι ραψωδοί ήσαν οι τας πανηγύρεις της αρχαιότητος κοσμούντες, τα δράματα και αι κωμωδίαι ήσαν και είναι των κυριωτέρων του άνθρωπου διασκεδάσεων και κατά τας των μεγάρων διασκεδάσεις παρά τω &ρέοντι εις τους κρατήρας οίνω&, έρρεε και των αοιδών το άσμα συνοδευόμενον από την φόρμιγγα, και έρρεεν εις τας καρδίας των συμποσιάζοντων η συγκίνησις.
Ωδαί είναι των ποιητών αι συνθέσεις, και των μυθιστοριογράφων αι έντονοι διηγήσεις. Ωδαί τονισμέναι εις την λύραν της ψυχής των, την οποίαν ηρμόνισαν ή προς το ουρανίου κάλλους επτάχορδον της Φύσεως ή εις των ανθρωπίνων παθών τον κεκινημένον πόνον, ή εις της ηρέμου ευτυχίας την απαλήν και γαληναίαν αρμονίαν.
Όλοι βλέπομεν ό,τι ο ποιητής βλέπει αλλά δεν βλέπομεν ούτε τας λεπτομερείας, τας οποίας αυτός βλέπει, ούτε κάτι ιδιαίτερον, που αυτός μυστικά με το μαγικόν μικροσκοπικόν του βλέπει. Τα ποικιλόσχημα σύννεφα, τα πένθιμα ή αραχνοϋφή, τα ποικίλως σχηματιζόμενα και πτυχούμενα, χρωματιζόμενα ή κρεμάμενα, που ταξειδεύοντα διασχίζουν τας γαλανάς του αιθέρος εκτάσεις, αι ροδόχροοι ανατέλλουσαι και δύουσαι Ακτίνες, οι γιγάντιοι της γης όγκοι με τας παραδόξους κορυφάς, ράχεις, και πλευράς των, αι δασόφυτοι χαράδραι, οι ρόδινοι χλοεροί λόφοι, οι αργυρόχροοι ελισσόμενοι ρύακες, οι ορμητικοί καταρράκται, τα ψιθυρίζοντα φύλλα, τα ερωτικώς, φαιδρώς ή περιπαθώς άδοντα πτηνά, οι εκτεινόμενοι κλάδοι, αι σκιαί, τα ρεμβώδη των κήπων μονοπάτια, ο δροσερός αρωματώδης του βουνού αήρ τέρπουν πάσαν ανθρωπίνην ψυχήν και πάσαν φαντασίαν. Αλλά εις την κεκινημένην, ερευνητικήν, ενθουσιώδη του ποιητού ψυχήν ομιλούν ιδιαιτέραν γοητευτικήν γλώσσαν τα πάντα ως και αυτά τα απόβλητα του βίου ράκη. Η αγρία θύελλα εισδύεται εις την ψυχήν του, αι δυνάμεις της Φύσεως τον συμπαρασύρουν εις την αγρίαν γοητείαν των. Η άφωνος των φαινομένων της Φύσεως γλώσσα η συνοδευομένη ενίοτε από τους φανερούς μονοτόνους γλυκείς ή τρομακτικούς του επταχόρδου της ήχους λύεται εις μουσικήν ευγλωττίαν και εισδύεται ορμητικώτερον εις την πρόθυμον και θυελλώδη, εις την απλήστως άρπαγα του ποιητού ψυχήν και κρούει το εν αυτή αντίστοιχον επτάχορδον διά να ανακρούση τας αντιψάλμους ωδάς. Αυταί αι έννοιαι, αι ιδέαι, αι δυνάμεις διαμορφούνται εις Πρόσωπα, όπως και τα διάφορα φυσικά φαινόμενα.
Εις την ψυχήν του πεπαιδευμένου ποιητού συμπίπτει η ψυχή του λαού η πρωτογενής και η διά της παιδείας ανεπτυγμένη, είναι το συγκεντρωμένον μυριόστομον του λαού στόμα εν ιδιαζούση ισχυρά αισθήσει και η διά της μορφώσεως καλλιεργημένη φαντασία, η αποτυπώνουσα μόλα ταύτα πολλάκις και ισχυρότερον την διά της αισθήσεως εντύπωσιν των φαινομένων, την πρωτογενή, την λαϊκήν.
Η μυστική εν τη ανθρωπίνη φύσει δύναμις, η γεννήσασα την ποιητικήν της Ελληνικής αρχαιότητος θρησκείαν εις τας αφελείς των ανθρώπων ψυχάς, αι οποίαι έφρισσον εις τον ψιθυρισμόν του δάσους και τας θερινάς της μεσημβρίας σκιάς, αι γοητευόμεναι προ του Ωκεανείου και Ουρανίου κόσμου και των φαινομένων των, αι κηλούμεναι από τον ήχον του συρίζοντος Ανέμου, ώστε να ορθωθώσι προ της δημιουργικής φαντασίας των τόσα μυστηριώδη της φύσεως Πρόσωπα, η αυτή μυστική ενθουσιώδης δύναμις πληροί την νευρικήν και έτοιμον του Ποιητού φύσιν εις παρομοίαν πρωτογενή ισχυράν επί των αισθήσεων εντύπωσιν και η φαινομένη αλληγορία δεν είναι πάντοτε αλληγορία, ούτε μεταπεσούσαι λέξεις, αλλά αυταί αι εικόνες, τας οποίας η πρώτη εντύπωσις παρέστησε και εχάραξεν εις την ψυχήν του, αι εικόνες τας οποίας μυρίας και ποικίλας ο ωραίος της Φύσεως κόσμος κατοπτρίζει. Η ωραία και δημιουργική του Ποιητού φαντασία, εξαίρεται εξίσταται και ανεξάντλητος ο χρωστήρ αυτής περιγράφει και ζωγραφίζει- Πρόσωπα και Μορφαί εν αυτή διαγράφονται, Μυθολογίαι και Θρησκείαι αναπαρίστανται. Και δεν είναι ισχυρά εις την δημιουργικήν του Ποιητού φαντασίαν μόνον η από της Φύσεως αίσθησις. Ισχυραί είναι και αι από των ανθρωπίνων παθών και των του βίου ποικίλων περιστάσεων εντυπώσεις, αι λαμβάνουσαι κίνησιν και ορμήν εις τα ποικίλα θέματα, εις τα οποία στρέφεται η γόησσα του ποιητού φαντασία και δίδει την θέλγουσαν μορφήν, καθόσον η άφωνος του περιβάλλοντος γλώσσα ιδιάζουσαν εν αυτή λαμβάνει ζωήν.
Φύσις δεν είναι βέβαια μόνον η κυρίως καλουμένη Φύσις· Φύσις είναι και η ανθρωπίνη εικών, η ανθρωπίνη Μορφή, η ανθρωπίνη Ψυχή. Η Μορφή με τας εκφράσεις της, η Ψυχή η αποτυπουμένη εις τας πράξεις, αλλά και εις την μορφήν, εις τας χειρονομίας, η κινούσα τα μάλιστα την ανθρωπίνην καρδίαν.
Και πώς όχι;
Μήπως άγνωστοι φυσιογνωμίαι δεν ομιλούν ισχυρότατα πολλάκις εις την ανθρωπίνην ψυχήν ή με το δωρικόν και μεγαλοπρεπές κάλλος των ή με την φαιδράν και με ρέμβην μειδιώσαν μορφήν ή με άκαμπτον αλλά επαγωγόν σκληρότητα, με τας θωπείας και χάριτας, αι οποίαι πλανώνται επί των απαλών κινήσεων και γραμμών ή και με απροσδόκητον μυστικήν γλώσσαν μη προσαρμοζομένην εις δύσμορφον πρόσωπον; και δεν γίνονται πρόξενοι ή φαιδράς ευτυχίας μελαγχολικής αφοσιώσεως ή ιδανικής περιπαθείας ή και αγρίων δραμάτων, εις τα οποία ή παρασύρει χαύνωσις αισθημάτων ή αγρία παραφορά, αλλά και ευτυχώς μετριάζει και χαλινώνει εις ευπειθή υποταγήν ή ήρεμον αισθηματικήν απόλαυσιν ψυχική μόρφωσις και ηθική χαρακτήρος ενίσχυσις; Η ευτυχία της απολαύσεως ερεθίζει κατά ψυχικούς συνδυασμούς τον εγωισμόν παλαίοντα προς την ηθικήν υπερηφάνειαν και απαιτούντα την νίκην, την κατοχήν και την συμμόρφωσιν του ποθουμένου προς το ποθούν, και η έλλειψις ηθικής ενισχύσεως χαρακτήρος επιφέρει τα επεισόδια, των οποίων κέντρον είναι ο Έρως, ο τιθέμενος πολλάκις βάσις της ευτυχίας, ο τόσην την δράσιν έχων, ο μη φειδόμενος ούτε τους σοβαρούς ούτε τους φαιδρούς. Ο Έρως ορχούμενος, παίζων και σκωπτικώς γελών εν μέσω των οπαδών του — και είναι πολλοί, ο Γέλως και ο Πόθος, αι Παιδιαί και ο Πόνος, η Ρέμβη και ο Ίλιγγος, αι Θωπείαι και η Ζηλοτυπία, αι Χάριτες, αι Γοητείαι και αι Μαγείαι, η Εκδίκησις και η Ερινύς, η Ευτυχία και η Χαρά — ο Έρως εν μέσω των σχετικών παθών διευθύνει τα βλέμματα, και τοξεύων τας καρδίας γεννά το ισχυρόν ενδιαφέρον περιέργως, απροσδοκήτως αλλοκότως προς αγνώστους φυσιογνωμίας και συνδέει την ψυχήν στενότατα, εγγύτατα, προσφιλέστατα προς αυτήν· τοξεύει και εμβάλλει την ασυναίσθητον τάσιν, ήτις εντείνεται εις βαθμόν, ώστε να αποτελή μία φυσιογνωμία το κέντρον και κράτιστον σημείον των ουρανίων σφαιρών, όπου η ψυχή εξαίρεται και εν μέσω των οποίων εκλάμπει εκείνη ως η γλυκυπρόσωπος Ευτυχία. Η δυστυχία, η αδιαφορία, η ψυχρότης, η αυστηρότης δεν ισχύει να αποτρέψη ούτε να συνταράξη τας ευχρώμους θελκτικάς εικόνας, που δημιουργεί η διάνοια ακουσίως εκπλησσομένη και δειλιώσα προ μυστηριώδους επιβολής και δυνάμεως, πονούσα και επιμένουσα θαυμάζουσα και τολμώσα. Η Ευτυχία που διά μερικούς ανθρώπους είναι ασύλληπτον και ιερόν, άθικτον ιδανικόν Ίνδαλμα με ουρανίαν Μορφήν, η οποία δίδει όλας τας ευδαίμονας συγκινήσεις ουρανίων απείρων θωπειών και συγκινήσεων.
Ομιλούν εις την ψυχήν του ανθρώπου αι φυσιογνωμίαι ισχυρώς έλκουσαι το όμοιον, διότι δύνανται να συνδέσωσι τα ανάλογα αισθήματα· εν τη αρμονία αυτή γεννώνται ήπια ή και σφοδρά πάθη, η Φιλία, η Πίστις, ο Πόθος, ο Έρως κ.τ.λ.
Την Φιλίαν, τον Πόθον, τον Έρωτα, ερμηνεύει, άδει ο ποιητής, ο μυθιστοριογράφος, εις το άσμα, την κωμωδίαν, το δράμα και τα λοιπά της ποιήσεως και φιλολογίας έργα.
Και από την έμψυχον ταύτην ερμηνείαν πάλιν αποσπά ο άνθρωπος, ο ψυχολόγος, ο ηθοποιός, το άφωνον δράμα με τας ισχυράς εκφράσεις, τας συγκινούσας κινήσεις, τας κινήσεις εις εκάστην των οποίων λανθάνουσιν ευγλώττως οι αντίστοιχοι λόγοι.
Κίνησις και διά λόγου παράστασις είναι τόσον αναποσπάστως συνδεδεμέναι, ώστε το έν παρουσιάζει το έτερον, ο λόγος πaρουσιάζει εις την ψυχήν μας την λανθάνουσαν εν αυτώ διά της κινήσεως παράστασιν και η κίνησις μας αναγινώσκει εν εαυτή τας λανθανούσας ανάλογους εν λόγοις εκφράσεις, και αι άφωνοι κινήσεις επιδρώσι πολλάκις ισχυρότερον επί της ψυχής, ελκύουσι και σαγηνεύουσι περισσότερον ολοκλήρου ευγλωττίας. Μία χειρονομία, μία του προσώπου έκφρασις πόσα ισχυρά αποτελέσματα πολλάκις δεν φέρουσι; . . . Την άφωνον των κινήσεων γοητείαν δυνάμεθα να εκτιμήσωμεν καλώς εις τα διά των Κινηματογράφων έργα.
Τα άφωνα επί των ταινιών εντόνως κινούμενα ινδάλματα και φάσματα μας παριστάνουσι τα ισχυρώς εν τη φαντασία του Ποιητού δρώντα Πρόσωπα και Μορφάς, τα οποία ο ψυχολόγος ηθοποιός φέρει εν τη ζωή, και αποτυπώνει, πώς εν τη δημιουργική εκείνου φαντασία ειργάσθησαν, είτε Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης ήτο, είτε Σαίξπηρ και Γκαίτε, είτε Αριστοφάνης και Μολιέρος, είτε Βύρων, Ζολά, Μοντεπαίν, Hauptamann. Εις τον οφθαλμόν και την έκφρασιν του προσώπου και της χειρονομίας εκφράζεται όλος ο ηθικός χαρακτήρ μιας Μορφής, εις τον οφθαλμόν, το πρόσωπον και την χειρονομίαν διακρίνομεν τα πρώτα ορχηστικά διαγράμματα, την πρώτην εντύπωσιν και παράστασιν η οποία παράγει τους συνδυασμούς των παραστάσεων εις την ψυχήν του ποιητού. Η αγριωπή του οφθαλμού ρέμβη, η έκφρασις του προσώπου, η χειρονομία είναι η αποτρόπαιος όρχησις η περιέχουσα πολλάκις την σύλληψιν ολοκλήρου δράματος καταστροφής εν τη διανοία ενός χαρακτήρος και το αφώνως δρων Πρόσωπον εν τη δημιουργική του ποιητού φαντασία. Διά να αναφέρω προχείρως έν πρόσωπον του «Germinal» του Ζολά, η εν τη βιοπάλη προσβαλλομένη αξία και η κατατρυχομένη εργασία μεταβάλλεται εις καταστροφήν και η καταστροφή εκδηλούται εις ολίγας κινήσεις. (1).
Εγεννήθη ο ποιητής και εκαλλιέργησε το έργον του. Σμήνη ποιητών εφιλοτέχνησαν τας γλυκείας της Ποιήσεως κυψέλας. Ο Χρόνος εκυλίετο μεταστρέφων τον Πολιτισμόν και ο Πολιτισμός τον Βίον. Μετεστρέφετο και η καλλιεργουμένη Ποίησις και εγεννώντο τα διάφορα της Ποιήσεως φιλολογικά είδη εις διαφόρους και ποικίλας μορφάς. Έψαλλαν, συνέδεσαν και ερρύθμισαν εις την μελωδίαν των μέτρων και της ομοιοκαταληξίας είτε και εις πεζόν λόγον την Φύσιν, τα φαινόμενα αυτής και ό,τι το Εγώ του άνθρωπου, γενόμενον ή Θεός κατοχής και κυριαρχίας ή θυσίας και συντριβής εδημιούργησε Θρησκείαν, Πατρίδα, Ελευθερίαν, Έρωτα και πάσας τας ελευθέρας ιδέας και τα ελεύθερα Συναισθήματα.
Ο μέγας της Δανίας ποιητής Andersen εγεννήθη τη 2 Απριλίου 1805 και απέθανε το έτος 1875, δηλαδή έδρασε την 19ην εκατονταετηρίδα. Καλόν νομίζω εν ολίγοις να παρουσιάσω εις τους φιλοσπούδους αναγνώστας μου το κάτοπτρον της φιλολογικής κινήσεως εν Ευρώπη κατά την 18ην και 19ην εκατονταετηρίδα, καθ’ ας μεγάλα γεγονότα ανέτρεψαν τον βίον, ου ένεκα άλλα ανέτειλαν ιδανικά, και καθ’ ας εμεσουράνησαν οι μεγαλύτεροι της Διανοίας Αστέρες, οίτινες υπήρξαν οι φιλολογικοί του Andersen πρόδρομοι. Ο Γερμανός Vilmar εν τη περιτέχνω εθνική του λογοτεχνία και ο Δανός G. Brandes μας διανοίγουν την σκηνήν του θεάτρου της δράσεως αυτών.
Ο G. Brandes πνευματώδης κριτικός και φιλόσοφος Δανός, πνεύμα ρηξικέλευθον και δραστήριον, όστις εγένετο ο εισηγητής των νεωτέρων της προόδου ιδεών εν Κοπεγχάγη εκ Γαλλίας και Αμερικής, εις το περισπούδαστον έργον του «die hauptstromungen der litterarur des 19 Jahrhunderts» «τα κυριώτερα φιλολογικά ρεύματα της 19ης εκατονταετηρίδος», μας δίδει εκτενή και σαφή εικόνα της κινήσεως ταύτης, στηρίξας τας μελέτας του επί της ψυχολογίας και της ελευθέρας ερεύνης και κριτικής της συγκριτικής φιλολογίας, ήτις διανοίγει τον τρόπον του αισθάνεσθαι και σκέπτεσθαι, τας ιδιοφυίας των λαών και τίνα εκάστοτε ήσαν τα ιδανικά και τα προβλήματα αυτών εις τας θρησκευτικάς, πολιτικάς κοινωνικάς σχέσεις και τίνας επιδράσεις έσχον αι φιλολογίαι των εθνών προς αλλήλας και διά των μεγάλων διανοιών επί τους λαούς.
Ισχυραί επαναστατικαί κινήσεις κατά το τέλος του 18ου αιώνος επέσυραν μεγάλα αποτελέσματα εν τε τη πολιτεία και τη κοινωνία· αι δύο μεγάλαι ουσιώδεις ιδέαι αυτών ήσαν ελευθέρα εν τη επιστήμη έρευνα και ελευθέρα ανάπτυξις των ανθρωπιστικών ιδεών εν τη πολιτεία. Η φιλολογική κίνησις του πρώτου ημίσεως της 19ης εκατονταετηρίδος έτεινε διά των τάσεων και φιλολογικών της εμφανίσεων να καταδύση την ζωήν του αισθήματος και της σκέψεως της προγενεστέρας εποχής· ο επαναστατικός χείμαρρος υπερεπήδησε τα όρια, συμπαρέλαβε τους παραποτάμους του, ο αγών της ελευθερίας του πνεύματος εισήγαγε τας νέας ιδέας, κατηύθυνεν εις νέα ιδανικά και κοινωνικά προβλήματα, έφερεν εις συζήτησιν και λύσιν, την σχέσιν των γενών, την θρησκείαν, την ιδιοκτησίαν, τας κοινωνικάς σχέσεις και ετράπη την κατεύθυνσίν του με τας νέας αρχάς, έχων σύνθημα την ελευθερίαν της σκέψεως, την διασάφησιν, και την αναμόρφωσιν της κοινωνίας.
Οι αριστείς οι ούτω αγωνισθέντες και τα καλλιτεχνικά αυτών τάλαντα αναπτύξαντες είναι εν τη Γαλλία ο Ρουσσώ και οι απ’ αυτού απορρεύσαντες, εν τη Γερμανία η θερμή του Κλοπστόκ ελεγειακή απαλότης, του Γκαίτε και Σίλλερ η μεγαλοφυία και οι λοιποί της κλασσικής περιόδου της ποιηταί. Την Αγγλίαν αντιπροσωπεύει η ευγενής και μεγαλοφυής φιλελληνική του Βύρωνος λύρα. Ο ηρωικός και μεγάθυμος αγών και θάνατος του Βύρωνος υπέρ της Ελληνικής Ελευθερίας νέον ενθουσιασμόν γεννά ανά την Ευρώπην και προ της Ιουλιανής της Γαλλίας επαναστάσεως μεγάλα πνεύματα, Hugo, Lamennais, Musser, G. Sand πλουτίζουν με τον ρωμαντισμόν των την φιλολογίαν με νέας ιδέας. Εντεύθεν φιλολογική πνοή διαπνέει την Γερμανίαν και οι νέοι της Γερμανίας ποιηταί Heine κλ. αναγνωρίζουσιν εν τη μεγάλη του Βύρωνος σκιά τον μέγαν αυτών Ηγέτην, οίτινες μετά των Γάλλων ποιητών γεννώσι την ανατροπήν του 1848.
Τω 1832 κατέλιπε τον βίον η ποιητική του 19ου αιώνος μεγαλοφυία του Γκαίτε και η ποιητική ικανότης εν Γερμανία εφαίνετο μειουμένη. Αλλά αι μεγάλαι αναστατώσεις και η αναστήλωσις της Γερμανικής Αυτοκρατορίας έφερε μεταβολήν πεποιθήσεων· νέα ανερεύνησις της ζωής των μεταβληθεισών κατά τας ανάγκας της εποχής διαθέσεων και η επίδρασις της ρωμαντικής και κλασσικής ποιήσεως αφ’ έτερου εξήγειρε την ορμήν της συνενώσεως των αρχαίων επιδράσεων της ποιήσεως προς την νέαν ζωήν και την πραγματικότητα διά της ανερευνήσεως της όλης κοσμικής και ψυχικής ζωής. Αι διαθέσεις αύται εγέννησαν την νέαν Γερμανικήν ρωμαντικήν ποίησιν με αεί αυξανόμενον ορίζοντα, με ιδίας σκέψεις, προβλήματα και μορφάς εκ των γνησίων της ζωής πηγών, ήτις τείνουσα να εξεγείρη και ενισχύση το εθνικόν Γερμανικόν φρόνημα, εισήγαγε νέον τόνον, έδωσε νέον εις τα έργα χρώμα επί νέων διαθέσεων και σχεδίων, των λαϊκών ασμάτων, λαϊκών διηγημάτων και παντός συνδεδεμένου με την ψυχήν του λαού.
Τούτων αντιπρόσωποι είναι ο Tieck και Hoffmann κλπ. Ο Hoffmann είναι ο πρόδρομος του ημετέρου Δανού Andersen.
Εκ τούτων βλέπομεν ότι δεν κατέφθασαν τότε εις την Δανίαν τα μεγάλα επαναστατικά και υπεραφρισμένα δραστικά φιλολογικά ρεύματα, τα από των κορυφαίων Γκαίτε, Λέσσιγκ κλ. ουδέ και με πάσας αυτών τας εκφάνσεις, καθόσον διά το θεολογικόν και συντηρητικόν της Δανίας πνεύμα, αι ανθρωπιστικαί της Προόδου ιδέαι ήσαν διαλυτικά των ηθικών και κοινωνικών δεσμών στοιχεία. Η φιλολογία της Δανίας δεν συμμετέσχε μεν εις του αγώνος την δράσιν, αλλ’ έχει και αυτή τον φιλολογικόν βωμόν της, όστις έχει το χρώμα της λαϊκής και παιδικής αφελείας, του αφηρημένου ιδεαλισμού ενδεικνυμένου εις την εκλογήν των προσώπων και την παράστασιν της ύλης, εν τη αλληγορία των μύθων και τω θεολογικώ μυστικισμώ· παρέλαβε τας αναμορφωτικάς της Γερμανίας ιδέας και της Γαλλίας τας επαναστατικάς.
Η σύγκρισις της Δανικής φιλολογίας προς την πρόδρομον Γερμανικήν, δεικνύει, ότι η Δανική λαμβάνει την πρώτην εκ της Γερμανίας ώθησιν, αλλ’ ακολουθεί ίδιον δρόμον διατηρούσα την βόρειον ιδιάζουσαν χαρακτηριστικήν αυτής φλέβα. Ανέγνωσαν οι Δανοί ποιηταί τους Γερμανούς, ιδιοποίησαν το ξένον στοιχείον, την ύλην και τας ιδέας, και το επροίκισαν και επλούτισαν με περισσοτέραν τέχνην, δώσαντες έκφρασιν και επεξεργασθέντες την ύλην. Οι Γερμανοί έχουσι περισσοτέραν ζωήν και αλήθειαν, οι Δανοί σαφήνειαν και μορφήν. Ο Andersen είναι τέλειος ποιητής εις πάντα τα έργα του εξ αρχής· ως φανταστικός διηγηματογράφος αποβάλλει το δυσοίωνον και βαρύ του Γερμανού. Ο ρωμαντισμός ηύρεν εν αυτώ νηφαλίαν περιεσκεμμένην και ήρεμον φύσιν και μεταβάλλεται εις μειδιώντα και ειδυλλιακόν τόνον. Τα παραμύθια του έχουν τας ποιητικάς ιδιότητας, φαντασίαν, ευθυμίαν και νεανικήν δροσερότητα, χαρακτήρας επιτυχείς και παιδικήν αφέλειαν- έχει επίγνωσιν του έργου του, όπερ ρυθμίζει ως αληθής καλλιτέχνης, βαίνει με το αίσθημα της ασφαλείας και με το υγιές και ισχυρόν αίσθημα της φύσεως, άτινα είναι ιδιώματα του ευγενούς και κυρίου επί του εαυτού του πνεύματος του Δανού.
Ο Andersen εγεννήθη εν Οδένση της Φιλανδίας, νήσου της Δανίας, ουχί εξ επιφανών γονέων. Υποδηματοποιός ήτο ο πατήρ του, αλλ’ ευγενής, ευαίσθητος και φύσεως καλλιτεχνικής· πτωχός, ώστε μόνος κατεσκεύασε την κλίνην του εκ σανίδων βάθρου φερέτρου· επ’ αυτής εγεννήθη ο Χανς Χριστιανός (Άνδερσεν), βρέφος διαρκώς κλαίον. Την πρώτην αγωγήν έλαβεν εκ του πατρός του αναγινώσκοντος αυτώ κωμωδίας και διηγήματα και παίζοντος μετ’ αυτού με νευρόσπαστα. Ήτο παιδίον ρεμβώδες και αλλόκοτον, απέφευγε τα άλλα παιδία κατά την μικράν σχολικήν του εκπαίδευσιν, πρεσβύτερος ων αυτών και δειλός· ως ευφάνταστος εβασανίζετο διαρκώς υπό τινος τρόμου. Ο πατήρ του εγένετο στρατιώτης του Ναπολέοντος, επανήλθε δε μετά την ειρήνην ασθενών και απέθανε. Μετά πολλάς περιπετειώδεις δυστροπίας της τύχης, ενεγράφη διά της ελευθεροδωρίας του μονάρχου εις το Πανεπιστήμιον τω 1828 είκοσι τριών ετών, ένθα εσπούδασε φιλολογίαν και φιλοσοφίαν, οπότε αρχίζει η λίαν ευδόκιμος ποιητική δράσις του, εφ’ ης πολύ επέδρασαν και τα ανά την Ευρώπην, Ανατολήν και Αφρικήν ταξείδιά του. Έγραψε πολλά έργα, εν οις και ποιήματα, αλλά περιώνυμα έμειναν παγκοίνως τα παραμύθια του, αι λαϊκαί διηγήσεις.
Η θαυμασία της Ελβετίας φύσις περιάγει τον θεατήν από εκπλήξεως εις έκπληξιν ανά παν βήμα· γραφικαί κοιλάδες και τοπεία, μαγικαί λίμναι, δάση, αλύσσεις χιονοσκεπών ορέων, καταρράκται, παράδοξα φυσικά φαινόμενα, τέλος και προ πάντων παγερός των αλλεπαλλήλων Παγώνων κόσμος, ανακαλών την εποχήν, καθ’ ην άπασα η Ευρώπη ήτο κεκαλυμμένη υπό πάγων και, ως λέγει ο Agassiz, σιγή θανάτου εβασίλευε και αι ακτίνες του ηλίου εάν έφθανον έως εκεί, εχαιρετώντο μόνον από τας πνοάς του βορείου ανέμου και από τους βρόντους των διανοιγομένων επί των πάγων ρηγμάτων. Ταύτα πάντα δικαίως συνεκίνησαν και ηρέθισαν την ευφάνταστον και ρωμαντικήν του Άνδερσεν ψυχήν και εξέρρευσεν η ανταύγεια των πολυχρώμων της ψυχής του εικόνων εις αριστούργημα τέλειον. Η Oberland Rernois και το Interlacken και Γκρίντελβάλτ, το καντόνιον Βαλαί με τον κραταιόν ποταμόν του Ροδανόν, τον κατά το ήμισυ αιχμάλωτον και υπό την κρυσταλλώδη εν Παγώνι μορφήν του — ως λέγει ο περίφημος γεωγράφος και καλλιτέχνης εν τω είδει του Reclus — και κατά το ήμισυ ελεύθερον και ρέοντα, και με τους Παγώνας του, τους παγωμένους και εις πέδας συνεσφιγμένους αυτούς ποταμούς, οίτινες και αυτοί κατά φυσικούς νόμους κινούνται και αφ’ ων παφλάζουσι τα εκ των τηκομένων πάγων καταρρέοντα ύδατα, το καντόνιον Βωντ με το Μοντρέ, το φρούριον Σιγιόν και την Γενεύην λίμνην, είναι το θέατρον του βίου του προσφιλούς του Andersen ήρωος Ρούντυ εν τω μυθιστορηματίω, όπερ παρουσιάζομεν εν τη μεταφράσει μας.
Αι μορφαί του ειδυλλιακού και περιγραφικού αυτού έπους είναι σαφώς περιγεγραμμέναι, ζώσαι, ηθικώς τέλειαι. Παντού αρμονία, τελειότης, ζωή, κίνησις, αλήθεια. Το φανταστικόν και το ρωμαντικόν ενεργεί μόνον όπου η φύσις χρωματίζεται δι’ εικόνων και όπου αι δυνάμεις και τα φαινόμενα της φύσεως αντλούσιν εκ της ποιήσεως Μορφήν και αλληγορίαν.
Πολλάκις οι ποιηταί εισάγουσιν εις τους υπ’ αυτών διαγραφομένους ήρωας ατομικάς περιστάσεις. Τούτο και ενταύθα δυνάμεθα να διακρίνωμεν και δη ο μικρός Ρούντυ είναι ο μικρός Άνδερσεν· βρέφος πεσόν εις τον παράδοξον κόσμον του Παγώνος εις τας αγκάλας της μητρός του έχασε την αίσθησιν του γέλωτος, όπως ο μικρός Άνδερσεν διαρκώς έκλαιε εις την παράδοξον νεκρικής καταγωγής κλίνην· ήτο ρεμβώδες και αλλόκοτον ως αυτός παιδίον, φεύγον την συναναναστροφήν των παιδίων, ελκύον ως και εκείνος την προσοχήν· ο θείος του ήτο θαυμαστής του Ναπολέοντος, ενετρύφα και αυτός εις τας διηγήσεις, ετέρπετο εις τα φαινόμενα της φύσεως· αλλ’ αντιθέτως αυτού ήτο ατρόμητος, μη φοβηθείς και να ριφθή υπέρ τας φάραγγας άνω της αβύσσου, μετέωρος, να αρπάση τον αετιδέα χάριν του έρωτός του· δεν έσπασε τον λαιμόν του, διότι &εκρατείτο στερεά&, αλλά και ο Άνδερσεν αυτό είχεν ως αρχήν του, μεταβάλλων μεν τας σειομένας σκιάς εις Πρόσωπα και φρικιών εις τους ήχους αλλά διά της επιμονής και καρτερίας του δρέψας την αθανασίαν. Ήτο παιδίον υπερφυσικόν, δένον τα στοιχεία της φύσεως, αλλά και ο Άνδερσεν την αυτήν γοητευτικήν δύναμιν είχε διά της γοητείας της φαντασίας του· ούτω αυξάνει ο Ρούντυ πίνων το άρωμα του βουνού, διδασκόμενος από τα ζώα, συνοδευόμενος από τας χελιδόνας και τας αίγας και αναρριχώμενος διαρκώς υψηλότερα πλήρης σφρίγους και σταθερότητος.
Αι από της φύσεως επιδράσεις παρά τω Άνδερσεν είναι ισχυραί και ανεξάντλητοι, ο χρωστήρ της γονίμου και πλουσίας φαντασίας του ζωγραφίζει αφειδής εις παραστάσεις, αφ’ ων ως από καλλιχρόου και ευρείας πηγής δύναται ο καλλιτέχνης ν’ αντλή ανεξαντλήτως εικόνας· κατοπτρίζεται η πόλις εν τη ηρεμία της φύσεως εις το ωραίον του ουρανού βάθος, τα σύννεφα διαρκώς χρωματιζόμενα και σχηματιζόμενα δύνανται να δώσουν μορφάς εις την μιμικήν ορχησιν, και ο κινηματογράφος της διηγήσεώς του μας οδηγεί ανά τα θελκτικά τοπεία· ακούομεν τα πτηνά άδοντα, τας χιονοστιβάδας να κατακυλίωνται, τα κτυπήματα του πελέκεως να ρίπτουν κατά την δύσιν τους κορμούς εις τας πλευράς των ορέων.
Η διήγησίς του είναι αφελής, παραστατική και ζωγραφική· διά να μεταχειρισθώ φράσιν του, δεν είναι δυσπρόσιτος, επίσημος και ξένη, αλλά δημοτική, έρχεται απ’ ευθείας εις συνάφειαν με την καρδίαν, συνεννοείται κάλλιστα με αυτήν και την μαγεύει· το κάθε τι μεταβάλλεται εις κίνησιν και λαμβάνει ζωήν· τρέχουν προ της φαντασίας του τα σπιτάκια από το βουνό διά να παραταχθούν και σχηματίσουν την κομψήν πόλιν· η αφέλεια της διηγήσεώς του θωπεύει ως αφελές παιδίον και πρόσκειται εναγκαλιζομένη την καρδίαν ως το ευπρόσιτον και μαγικόν του λαού στόμα. Και πού δεν είναι ζωή, πού δεν είναι δύναμις; Η νεότης δροσίζει την ψυχήν μας, η της ζωής απόλαυσις θερμαίνει, η ψυχική μέθη ρίπτει την φλόγα του φλογερού οίνου εις την ψυχήν και τας φλέβας· η ζωηρά, θερμή και ρωμαντική μετά μελαγχολίας τινός και σκέψεως φαντασία του ποιητού αρδεύει με ζωήν θερμότητα και ρωμαντισμόν τας λεπτομερείας του έργου.
Την μαγικήν του ποιητού αφέλειαν κοσμεί ως ο δακτυλιόλιθος τον χρυσόν, το στενώτατα αλλά και αρμονικώτατα μετ’ αυτής συνημμένον κλασσικόν, οι της παιδείας αδάμαντες, οι μαργαρίται των αντιθέσεων· συνταράσσουν την ψυχήν του νεαρού και θερμού των Άλπεων κυνηγού αι πανσθενείς του έρωτος σκέψεις και όμως ίσταται παρά τον τηλεγραφικόν στύλον ως απολιθωμένη έλαφος· κοσμούν οι αδάμαντες καταλλήλων παραβολών, ζωοποιείται η φαντασία προσωποποιούσα τας δυνάμεις της φύσεως και περιγράφουσα τα Πνεύματα ανέρχεται εις επικόν ύψος.
Αι Δυνάμεις, τα Φαινόμενα και αι έννοιαι ακόμη προσωποποιούνται. Όπισθεν του συρίζοντος Ανέμου, όπισθεν εκάστου φαινομένου είναι και Μορφαί. Η ρωγμή του Παγώνος είναι τα πράσινα χείλη του· αι δύουσαι Ακτίνες είναι θυγατέρες του Ηλίου, λημεριάζουν εις την κορυφήν του βουνού διά να εξυπνήσουν ως ανατέλλουσαι, είναι πνεύματα αγαθοποιά, πλήρη αγάπης, αγαπώντα τα άνθη, τα πτηνά και προ πάντων τον ήρωά του Ρούντυ, τον οποίον θωπεύουν με στοργήν και φιλούν διά να λυώσουν το παγωμένο φιλί, που του έδωσε η Νεράιδα και τον έκαμεν ιδικόν της, του τραγουδούν το άσμα του οδοιπόρου και περί των Δυνάμεων της ανθρωπίνης διανοίας, αι οποίαι είναι κυρίαρχοι των Δυνάμεων της φύσεως.
Η φεύγουσα μικρά έλαφος είναι η εις τον κίνδυνον και την φυγήν ησκημένη Ζωή.
Προσωποποιείται και ο Ίλιγγος εις θεράποντα της Βασιλίσσης του Παγώνος, σύρων τον χορόν των ακολούθων του.
Αλλ’ η κυρία και ισχυρά Μορφή η αποκτήσασα διά της δυνάμεώς της τον Ρούντυ είναι η Νεράιδα του Πάγου, η βασίλισσα του Παγώνος. Μακρά και κυανοπρασίνη είναι η κόμη της, μακρά και κυανοπρασύνη η εσθής της. ως ο υδάτινος των λιμνών πέπλος· ιππεύει τον συρίζοντα Άνεμον· η έπαυλίς της αυξάνει κατ’ όγκον τον χειμώνα· αναπαύεται επί προσκεφαλαίων εκ χιόνος· πλέει επί ευθραύστου πλοίου, του ελάτου, γέλως της είναι το κατρακύλισμα της χιονοστιβάδος, δύναμίς της είναι να νεκρώνη. Αυτή εφίλησε τον Ρούντυ μικρόν, τον απέκτησε νέον την παραμονήν των γάμων του, αφού του επήρε πρότερον τον αρραβώνα αποπλανήσασα επί των ορέων και με αυτόν τον εδελέασεν εντός του παγερού της λίμνης βαράθρου.
Αλλά και ο Ρούντυ είχε ζήσει ευτυχής, απέκτησε το ποθούμενον, η γη δεν είχε άλλο να του δώση περισσότερον.
Η ωραία και αφελής του Andersen ψυχή ήτο πλήρης αγάπης και τον ήρωά του τον περιάγει από αγάπης εις αγάπην. Τον ηγάπων τα ζώα, τον συνώδευον τα πτηνά, τον ηγάπων αι Ακτίνες, την αγάπην της Μπαμπέττας διαδέχονται της Νεράιδας τα φιλήματα και από την αγάπην της φθαρτής γης μεταβαίνει ο Ρούντυ εις την αγάπην του Απείρου. «Με αγαπούν όλοι» έλεγεν ο Andersen δι’ εαυτόν και πράγματι, ου μόνον οι σύγχρονοι ηγάπων τον συμπαθή λαοφίλητον ποιητήν, αλλά και μετά θάνατον τον ηγάπησαν πάντες και οι πατριώται του την ημέραν των γενεθλίων του ετίμησαν ως εθνικήν εορτήν πριν αποθάνη· έστησαν τέλος τον ανδριάντα αυτού, ώστε η συμπαθής, αφελής, πλήρης αγάπης Μεγάλη Μορφή δι’ αγάπης υψούται εις το Άπειρον!
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΗΤΖΗΑΡΑΠΗ
— Διδάκτωρ της Φιλολογίας
Εν Αθήναις τη 10 Μαρτίου 1914